- χοανοειδής
- -ές, Ναυτός που έχει σχήμα χοάνης.επίρρ...χοανοειδώς Νμε σχήμα χοάνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοάνη + -είδης*. Το επίρρ. χοανοειδῶς μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλιτοκύβη — (Clitocybe). Γένος μανιταριών, μικρής αξίας, που ανήκει στην υποδιαίρεση των βασιδιομυκήτων. Μερικά είδη με υπόλευκο χρώμα είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο, στον ίδιο βαθμό με τον αμανίτη τον μυϊοκτόνο. Όμως, οι περισσότερες κ. είναι εδώδιμες και … Dictionary of Greek
νάρκισσος — Γένος φυτών, που περιλαμβάνει πολυετείς βολβόριζες πόες και υπάγεται στην οικογένεια των Αμαρυλλιδών (μονοκοτυλήδονα). Από τα επτά είδη της ελληνικής χλωρίδας, τα πιο αξιόλογα είναι: ο ν. των ποιητών έχει επιμήκη, γραμμοειδή φύλλα, ανάμεσα στα… … Dictionary of Greek